- τσιτάτο
- alıntı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τσιτάτο — το, Ν απόσπασμα, χωρίο ή φράση ενός κειμένου που παρατίθεται, ακριβώς, σε άλλο κείμενο ή σε προφορικό λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Zitat, γαλλ. citation «παράθεση χωρίου» (< λατ. cito «καλώ, ονομάζω, μνημονεύω»)] … Dictionary of Greek